09 Μαΐου 2023

Η Θεοδώρα Σοφιανίδου διετέλεσε καθηγήτρια στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ και διακρίθηκε για το πλούσιο ακαδημαϊκό, επιστημονικό και παιδαγωγικό της έργο. Ξεκίνησε την πορεία της από το Μεταλλικό του Νομού Κιλκίς σε χρόνια δύσκολα για τον τόπο και ιδιαίτερα για την οικογένεια της. Φοίτησε στο Φυσιογνωστικό Τμήμα της τότε Φυσικομαθηματικής Σχολής του Α.Π.Θ. Μετά τη λήψη του πτυχίου, στα χρόνια της ανεργίας σπουδάζει Ιατρική την οποία όμως σταματάει όταν διορίζεται στο Εργαστήριο Ζωολογίας. Ορκίστηκε διδάκτορας του Τμήματος Βιολογίας το 1977. 

Η Θεοδώρα Σοφιανίδου εργάσθηκε ερευνητικά και συνέβαλε στη γνώση της βιολογίας των αμφιβίων του Ελληνικού χώρου. Ξεκίνησε να δουλεύει στο αντικείμενο αυτό όταν λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τη βιολογία και την εξάπλωση τους στον Ελληνικό χώρο και με το ενδιαφέρον και το μεράκι της κατάφερε όχι μόνο να παρουσιάσει σημαντικά  αποτελέσματα της προσωπικής της εργασίας αλλά και να ανοίξει δρόμους για άλλους ερευνητές - μαθητές της και μη - που έγραψαν και συνεχίζουν να γράφουν την προσωπική τους ιστορία σε αυτό το ερευνητικό πεδίο. Διέτρεξε όλη την Ελλάδα δουλεύοντας στο πεδίο ατέλειωτες ώρες, πολλές φορές νύχτες ολόκληρες, για να καταγράψει τα είδη της Ελληνικής πανίδας. Συνεργάσθηκε με διαπρεπείς ξένους επιστήμονες τους οποίους έφερε στην Ελλάδα και σύστησε στην Ελληνική επιστημονική κοινότητα. Μαζί με τον γερμανό καθηγητή Hans Shneider και τη μαθήτρια και συνεργάτιδα της Πασχαλίνα Κυριακοπούλου περιέγραψαν ένα ενδημικό στη Δυτική Ελλάδα είδος νεροβάτραχου  στο οποίο έδωσαν το όνομα της περιοχής καταγραφής του, Rana epeirotica.

Στη πορεία διεύρυνε τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και εργάσθηκε με διάφορα  είδη Ερπετών και Μικρών Θηλαστικών του Ελλαδικού χώρου. Νέες συνεργασίες με ξένους ερευνητές και πολλοί μήνες επίπονης και λεπτομερούς εργασίας πεδίου απέδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τους ελληνικούς πληθυσμούς πολλών ειδών Εντομοφάγων, Χειροπτέρων και Τρωκτικών. Παράλληλα δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται πάνω στους πληθυσμούς των αμφιβίων. Υπήρξε εθνική εκπρόσωπος και μέλος της  συντακτικής και συγγραφικής  ομάδας του Ευρωπαϊκού Άτλαντα για τα Αμφίβια και τα Ερπετά. Μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο Λομονόσωφ της Μόσχας και στα Πανεπιστήμια της Πράγας, της Βόννης και της Μελβούρνης. Στα πιο ώριμα χρόνια της ανέπτυξε ένα ενδιαφέρον που ξεπερνούσε τα όρια του στενού ερευνητικού της αντικειμένου και την οδήγησε στη μελέτη της ιστορίας και της φιλοσοφίας της βιολογίας. Κορύφωση αυτής της τάσης υπήρξε η ενασχόληση της με τα κείμενα του Αριστοτέλη και η σχετική εκδοτική της δραστηριότητα.

Το πέρασμα της από το πανεπιστήμιο άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα και υποθήκη στους νεότερους. Η Θεοδώρα, όπως την αποκαλούσαν όλοι, υπήρξε άτομο δραστήριο, πολύπλευρο με ποικίλα και ευρεία ενδιαφέροντα. Συνδικαλίστρια, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΔΠ και μέλος της συγκλήτου, ήταν γνωστή σε όλους. Αγωνιζόταν συνέχεια για τη βελτίωση της εκπαίδευσης σε όλες τις μορφές της. και αποτελούσε παράδειγμα εργατικότητας, εντιμότητας και υπευθυνότητας.  Θεωρούσε ότι τα κοινωνικά και πολιτισμικά ενδιαφέροντα θα έπρεπε να αποτελούν τη βάση της ακαδημαϊκής υπόστασης του δασκάλου ώστε να είναι σε θέση να τα μεταδώσει στους μαθητές του. Η διδασκαλία σε όλες της τις μορφές αποτελούσε την ουσία της ακαδημαϊκής της ταυτότητας και ήταν μία συνεχής διαδικασία, η οποία δεν περιοριζόταν μόνο μέσα στην αίθουσα και σε τυπικές διαλέξεις. Δίδασκε με το παράδειγμα της με τη στάση της σε σημαντικά ή ασήμαντα καθημερινά ζητήματα, επικοινωνούσε τις εμπειρίες και τις μνήμες της στους ανθρώπους γύρω της.

Η Θεοδώρα θα μείνει στη μνήμη μερικών χιλιάδων φοιτητών αλλά και όλων των συναδέλφων που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί της. Θα τη θυμούνται ως την αγαπημένη δασκάλα και συνάδελφο που γνώριζε να μεταδίδει και να μοιράζεται τον ενθουσιασμό και το πάθος της για την έρευνα και την επιστήμη.

Στάικου Αλεξάνδρα και Γιουλάτος Διονύσης