13 Μαΐου 2025

Η Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία εκφράζει την έντονη έκπληξη και ανησυχία της για την πρόσφατη εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα Προστασίας Ζώων, η οποία προβλέπει την άμεση απομάκρυνση συγκεκριμένου αριθμού λύκων (Canis lupus) από το Εθνικό Πάρκο Πάρνηθας και τη μεταφορά τους σε περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. Η απόφαση αυτή, η οποία φέρεται να ελήφθη για λόγους δημόσιας ασφάλειας και για την «προστασία» του πληθυσμού του κόκκινου ελαφιού (Cervus elaphus), προκαλεί σοβαρά ερωτήματα, καθώς δεν συνοδεύεται από τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα ούτε βασίζεται σε κάποια ενδελεχή οικολογική μελέτη.

Μια τέτοια πράξη, με πρόσχημα την οικολογική ευαισθησία, ουσιαστικά αγνοεί πλήρως τις επιστημονικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων και παραβλέπει τη θεμελιώδη οικολογική σημασία των θηρευτών κορυφής. Οι λύκοι αποτελούν είδος αυστηρά προστατευόμενο από την ελληνική και ενωσιακή νομοθεσία (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, Σύμβαση της Βέρνης) και διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας μέσω της ρύθμισης των πληθυσμών των φυτοφάγων θηλαστικών. Στην Πάρνηθα, ο πληθυσμός των ελαφιών έχει οδηγήσει σε υπερβόσκηση, η οποία με τη σειρά της έχει αναστείλει τη φυσική αναγέννηση του δάσους και έχει επηρεάσει αρνητικά τη βιοποικιλότητα και τη δομή του οικοσυστήματος. Η παρουσία των λύκων λειτουργεί ως φυσικός ρυθμιστικός μηχανισμός, περιορίζοντας τη μεγάλη συγκέντρωση των φυτοφάγων και επιτρέποντας την ανανέωση των φυτικών ειδών και τη λειτουργική ανάκαμψη του οικοσυστήματος. Η απόφαση απομάκρυνσής τους χωρίς προηγούμενη οικολογική αξιολόγηση και χωρίς να έχει προηγηθεί συντεταγμένη μελέτη διατήρησης, στην οποία να εμπλέκονται αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, ο ΟΦΥΠΕΚΑ και η Διεύθυνση Δασών, στερείται θεσμικής και επιστημονικής νομιμοποίησης.

Επιπλέον, η σύλληψη και μεταφορά άγριων απειλούμενων θηλαστικών, όπως ο λύκος, αποτελεί εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό, κατάλληλο εξοπλισμό και αυστηρά πρωτόκολλα διαχείρισης. Στην Ελλάδα, τέτοιου είδους επιχειρησιακή υποδομή απουσιάζει πλήρως. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν υπάρχουν εγκεκριμένες περιβαλλοντικές μελέτες που να αξιολογούν την καταλληλότητα των περιοχών υποδοχής στη Βόρεια Ελλάδα, ούτε και μελέτες φέρουσας ικανότητας των εκεί οικοσυστημάτων. Η αυθαίρετη μεταφορά πληθυσμών προστατευόμενων ειδών χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο συνιστά επικίνδυνη πρακτική, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρές οικολογικές ανισορροπίες και σε παραβιάσεις διεθνών συμβάσεων για την προστασία της βιοποικιλότητας.

Παράλληλα, η ΕΖΕ τονίζει τη σημασία της σωστής και συστηματικής ενημέρωσης του κοινού για την ανάγκη συνύπαρξης του ανθρώπου με την άγρια πανίδα, και την ενίσχυση της κατανόησης των οφελών που προκύπτουν από την αρμονική αυτή σχέση. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αποτελούν κρίσιμο βήμα για τη βιώσιμη συνύπαρξη και την αποτροπή συγκρούσεων.

Η ΕΖΕ και καλεί τις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν την απόφαση αυτή και να διασφαλίσουν ότι κάθε διαχειριστική παρέμβαση σε προστατευόμενα είδη και οικοσυστήματα θα γίνεται με σεβασμό στη λειτουργία της φύσης και των πολύπλοκων οικολογικών διεργασιών που τη διέπουν. Ως επιστημονική εταιρεία, η ΕΖΕ παραμένει σταθερά στη διάθεση της πολιτείας και δηλώνει έτοιμη να συνδράμει κάθε αρμόδιο νομικό και θεσμικό φορέα, προσφέροντας την επιστημονική της εμπειρογνωμοσύνη σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της άγριας ζωής και των οικοσυστημάτων. Με αυτό τον τρόπο, ενθαρρύνει τον ανοιχτό και δημιουργικό διάλογο μεταξύ πολιτείας και επιστημονικής κοινότητας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις θα βασίζονται πρωτίστως σε τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση, θα συμμορφώνονται με την ισχύουσα ελληνική και ενωσιακή περιβαλλοντική νομοθεσία και θα υλοποιούνται με γνώμονα την προστασία της βιοποικιλότητας και την κοινωνική συναίνεση.